Κείμενο της Κωνσταντίνας Κατρακάζου που συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο "Λογοτεχνική Ανάγνωση και Διδακτικές Εφαρμογές", Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σ. 180.
Η πρόταση που μου έγινε για συμμετοχή στο συγκεκριμένο Πρόγραμμα αποτέλεσε πρόκληση για μένα. Στάθηκε αφορμή για να επεξεργαστώ περισσότερο τις απόψεις που έχω μορφοποιήσει στη διάρκεια της επαγγελματικής και προσωπικής μου πορείας, τόσο ως καθηγήτριας καλλιτεχνικών μαθημάτων όσο και ως ζωγράφου και σκηνογράφου.
Για την πρόσκληση αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω την καθηγήτρια Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, υπεύθυνη του Προγράμματος, τη συνάδελφο Μαρία Πεσκετζή, που υπήρξε ο συνδετικός κρίκος για τη συμμμετοχή μου στο Πρόγραμμα, και όλους τους άλλους που με οποιονδήποτε τρόπο με βοήθησαν.
Έχοντας λοιπόν ως γνώμονα το γεγονός ότι η διδακτική προσέγγιση ενός λογοτεχνικού κειμένου ολοκληρώνεται με τη συμβολή και των άλλων Τεχνών, καθοδηγήσαμε τα παιδιά έτσι ώστε να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο καλλιτεχνικό έργο, εμπνευσμένο από δύο λογοτεχνικά κείμενα, με στόχο την κατανόηση και εμβάθυνσή τους.
Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε όποια μορφή τέχνης επιλέγαμε, ή ακόμα και όλες. Εκείνο όμως που καθορίζει την επιλογή μας είναι ο χρόνος, οι συνθήκες και φυσικά οι δυαντότητες συνεργασίας των ανθρώπων, είτε μέσα στο σχολείο είτε έξω από αυτό, και φυσικά οι δυνατότητες συνεργασίας των ανθρώπων με κάποια εξειδίκευση στην τέχνη, μέσα και έξω από το σχολείο.
Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντική η συμμετοχή και εξωσχολκών καλλιτεχνών, ώστε, πρώτον, οι μαθητές μας και οι δάσκαλοι να έρθουν σε επαφή με θέματα της Τέχνης εκφρασμένα από ειδικούς και, δεύτερον, να αποφευχθεί η εκ των ενόντων αντιμετώπιση καλλιτεχνικών ζητημάτων που σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να αποβεί αρνητική.
Στο σχολείο μας, μπορούσαμε να κινηθούμε τόσο στον εικαστικό όσο και στο θεατρικό χώρο, μια και με τα δύο αυτά αντικέιμενα ασχολούμαι εδώ και αρκετά χρόνια. Επειδή όμως ο χρόνος δεν θα έφθανε, λόγω του παραφορτωμένου εκπαιδευτικού μας προγράμματος στο Λύκειο, αποφασίσαμε να περιοριστούμε μόνο στο χώρο της θεατρικής δράσης.
Δώσαμε λοιπόν ένα άμορφο αισθητικό σχήμα και ζητήθηκε από τα παιδιά να το συγκεκριμενοποιήσουν ως προς το περιεχόμενό του. Έτσι άρχισαν καταθέτοντας διάφορες σκόρπιες προτάσεις. Στο τέλος επικράτησε η πρόσταση της συνάντησης των δύο γυναικείων χαρακτήρων, της Φόνισσας και της Miss Havisham.
Σε αυτή τη φάση της εργασίας μάς δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε για τις διαφορές γραφής ανάμεσα στο θεατρικό και σε οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό κείμενο, καθώς και για τον προορισμό που έχει και τους όρους που θα πρέπει να υπηρετεί. Με άλλα λόγια μιλήσαμε για τη δραματοποίηση ενός κειμένου και τις δυνατότητες που έχει η διακειμενική προσέγγιση. Όλα αυτά συζητούνταν στη διάρκεια της δραματουργικής επεξεργασίας των κειμένων τους, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «φάση επεξεργασίας του θεατρικού κειμένου».
Μετά από αυτό το στάδιο εξέλιξης, μιλήσαμε για τις διάφορες μορφές θετρικής παρουσίασης. Έχοντας ως δεδομένο το πρόβλημα του συγκεκριμένου χώρου και την απουσία χρόνου για την ανάπτυξη ολοκληρωμένης θεατρικής παράστασης, καταλήξαμε σε μια πιο ελεύθερη μορφή θεατρικής έκφρασης που είναι το αναλόγιο.
Επιμείναμε λοιπόν περισσότερο στην εκφορά του λόγου και τη σημασία της, καθώς και στις σιωπές του που είναι ικανές να φωτίσουν και να αναδείξουν την αξία των μηνυμάτων που προέκυψαν από την προσέγγιση των δύο λογοτεχνικών κειμένων και τη μεταξύ τους σύγκριση. Επίσης, προσέξαμε ιδιαίτερα το στήσιμο των ρόλων, που η μορφή του θεατρικού αναλογίου το θέλει πιο στατικό από εκείνο της ολοκληρωμένης παράστασης. Τέλος, μιλήσαμε για τα ελάχιστα σκηνικά ευρήματα που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε.
Η φάση αυτή, της σκηνικής μεταγραφής του κειμένου, στηρίχθηκε στη δημιουργική κριτική και ευαισθησία των παιδιών, έχοντας παιδαγωγικό και αισθητικό πλαίσιο με απώτερο στόχο το κείμενο να λειτουργήσει βιωματικά.
Κατά την επιλογή και την ανάθεση των θεατρικών ρόλων και αργότερα κατά τη διάρκεια της πρόβας δημιουργήθηκαν ποικίλα συναισθήματα και ενδιαφέρουσες συγκρούσεις μεταξύ των μαθητριών. Επίσης στην πρόβα προσπαθήσαμε να κατανοήσουμε τους θεατρικούς χαρακτήρες κάνοντας αναγωγή σε πραγματικές ανθρώπινες συμπεριφορές. Έτσι η αρχική ιδέα του Προγράμματος, όσον αφορά την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου μέσα από πολλαπλές διαδρομές, ενισχύθηκε. Τα παιδιά έμαθαν να ερμηνεύουν και να βλέπουν με προσωπικό τρόπο τα δεδομένα ενός λογοτεχνικού κειμένου και όχι απλώς να τα καταγράφουν. Μέσα από αυτή τη διεργασία κατανόησαν μέρος των συναισθημάτων τους για τον κόσμο.
Έτσι λοιπόν στο ταξίδι μας, στην εμβάθυνση του λογοτεχνικού κειμένου, μαθητές και καθηγητές δοκιμαστήκαμε. Θέλω να πιστεύω ότι βγήκαμε με μεγαλύτερη αυτογνωσία, με μεγαλύτερη ανοχή και σεβασμό στη διαφορετικότητα του άλλου και με ενισχυμένη την αυτοπεποίθηση των παιδιών. Όλα αυτά, πιστεύω ακόμα, ότι συντέλεσαν στην πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους.
Κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμά μου θα ήθελα να ευχαριστήσω το συνάδελφο εκπαιδευτικό-σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαργιά. Η βοήθειά του ήταν ένα μάθημα τεσσάρων ωρών εμπνευσμένης και ευαίσθητης σκηνικής διδασκαλίας που τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν.
Ευχαριστώ επίσης τη δασκάλα μουσικής Καίτη Καρατζά, η οποία παρακολούθησε στενά τις πρόβες και με ιδιαίτερη ευαισθησία αγκάλιασε την προσπάθειά μας, επιμελούμενη μάλιστα τη μουσική του θεατρικού αναλογίου.
Κωνσταντίνα Κατρακάζου
το διακείμενο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ