Απουσία ενότητα ΙΙ
Κατεβαίνοντας τρία σκαλιά, ο θεατής βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αντικριστές γιγαντοοθόνες που συνομιλούν. Συνομιλούν όμως πραγματικά, ή μήπως η κάθε μια αυτιστικά λέει τη δική της ιστορία, χωρίς διάθεση ν' ακούσει ή να μοιραστεί; Καθώς πια το "συνομιλείν'' έγινε όρος γραφικός, και έχει χάσει την ουσία που τον διέκρινε, το έργο αυτό αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στην έλλειψη επικοινωνίας, που δεν ενυπάρχει όμως στη σιωπή, μα αντιθέτως στην οχλαγωγία. Από τη μία ένας ηλικιωμένος εξιστορεί εμπειρίες από τον καιρό του πολέμου, όλες προσεκτικά επιλεγμένες έτσι ώστε να σκιαγραφούν και κάθε μια ξεχωριστά, σαν έργο-καταγραφή μέσα στο έργο, την ψυχική μοναξιά που βιώνει ο άνθρωπος. Από την άλλη μια σοπράνο κάνοντας λαρυγγισμούς και με την εικόνα της να θολώνει σιγά-σιγά από το ίδιο της το χνώτο, σαν να είναι η ίδια που ευνοεί ή ακόμα και που επιλέγει αυτή την αδυναμία επικοινωνίας. Οι δύο τόσο διαφορετικές φιγούρες εκφράζουν και η κάθε μια ξεχωριστά, με διαφορετικά μέσα -οπτικά ή νοηματικά- την αποξένωση και την απομόνωση που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος αλλά και οι δύο μαζί ως σύνθεση υποβάλουν στον θεατή ένα συναίσθημα αγωνίας, εκνευρισμού και απόγνωσης, τοποθετώντας τον για λίγα λεπτά στην "κουβέντα" τους, σαν τρίτο συνομιλητή, σε μια άκρως προβληματική "συνομιλία".