Διακείμενο που προέκυψε από τη συγκριτική των έργων "Η Φόνισσα" του Α. Παπαδιαμάντη και "Μεγάλες Προσδοκίες" του Κ. Ντίκενς στα πλαίσια του πιλοτικού προγράμματος "Η λογοτεχνική ανάγνωση και το πρόβλημα της διδακτικής προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου". Οργανωτές: το Παιδαγ. Ινστιτούτο, το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημ. Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
Φραγκογιαννού: | Τα κατάφερα! Με χάσανε. Κουράστηκα πια από το κυνηγητό. Αλήθεια που είμαι; (Κοιτάζει γύρω της) Που άραγε βρίσκομαι; |
Χάβισαμ: | Δεν ήξερα ότι θα είχα καλεσμένους. |
Φραγκογιαννού: | Ποιους καλεσμένους εννοείς; Εγώ δεν βλέπω κανένα τριγύρω. Εσύ ποια είσαι; |
Χάβισαμ: | Είμαι η αρχόντισσα του σπιτιού. |
Φραγκογιαννού: | Ποιανού σπιτιού; |
Χάβισαμ: | Αυτού που βλέπεις εδώ. Έπαυλη Satis. Το όνομά μου Μις Χάβισαμ. Ποιο είναι το δικό σου όνομα; |
Φραγκογιαννού: |
Είμαι η Χαδούλα, η Φόνισσα, η γυναίκα του Γιάννη του Φράγκου, η λεγόμενη Φραγκογιαννού από τη Σκιάθο. Θα έπρεπε να είμαι και ευχαριστημένη. Του όφειλα πολλά. Μου έβαλε στεφάνι! Με στεφανώθηκε ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Έσπειρε παιδιά μέσα μου. Του όφειλα πολλά! Μου είπαν να πιστεύω, γιατί δέχτηκε λέει, να με πάρει από τη δούλεψη του πατέρα. Τι ήμουν εγώ πριν μου δώσει το όνομά του; Μία παιδούλα που υπηρετούσε το πατρικό της. Και μ' έκαμε γυναίκα του. Γυναίκα του! Δική του γυναίκα και σκλάβα του! Μέρος του έχει του. |
Αφηγητής: | Ο Πατήρ της ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος. Η μάνα της ήτον κακή, βλάσφημος και φθονερά... Ήξευρε μάγια. |
Φραγκογιαννού: |
Όταν εμεγάλωσα κι έγινα δεκαεπτά χρόνων με επάντρεψαν και μου έδωκαν άνδρα τον Γιάννην τον Φράγκον. Τον είχα προσέξει από τότε που ήταν μαθητής και κάλφας του πατέρα. Όμως αυτά τα λογαριάζουν οι άλλοι και όχι εγώ, μία γυναίκα. Έτσι, μόνον επειδή εξετίμησαν, τον έκαναν γαμπρόν τους. |
Χάβισαμ: | Και πως βρέθηκες εδώ; |
Φραγκογιαννού: |
Τον υπηρέτησα όπως είχα υπηρετήσει και την οικογένειά μου. Του στάθηκα, ούτε ένα μικρό ποσόν δεν μπορούσε να λογαριάσει. Κηδεμόνας του! Το οφείλεις, μου είπαν. Τα παιδιά μας εμεγάλωσα μόνη και επροίκισα. Τον Στάθην, τη Δελχαρώ, τον Γκαλή, τον Μιχάλη, την Αμέρσα, τον Μητράκη και την Κρινιώ. Για να με παντρευτεί πήρε προίκα! |
Αφηγητής: | ...Όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλαι αι χήραι ανάγκη πάσα και χρέος απαραίτητον, να υπανδρεύσουν όλας αυτά τας κόρας και τας πέντε, και τας έξι και τας επτά! Και να δώσουν εις όλους προίκα. Πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, με δύο στρέμματα αγρούς, μ' ένα πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρούμενη, ξενοδουλεύουσα. Είτε κολλήγισα άλλων ευπορώτερων οικογενειών, εις τα κτήματα, εις τας συκάς και τας μορέας -συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ολίγην μέταξαν- ή τρέφουσα δύο ή τρεις αίγας ή αμνάδας -γινομένη κακή με όλους τους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διά μικράς ζημίας φορολογουμένη ασπλάχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον ποτισμένον με ιδρώτα αλμυρόν- ώφειλεν εξ άπαντος ν' αποκαταστήση όλα τα θήλεα ταύτα, και να δώσει πέντε, έξι ή επτά προίκας! ...Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τας έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον. |
Χάβισαμ: | Πως βρέθηκε εδώ; |
Φραγκογιαννού: | Με κυνηγούν οι χωροφύλακες. Με κυνηγούν... και ήρθε η Αμέρσα, η κόρη μου. Μου διηγήθηκε το όνειρο. Είδε πως πέθανε η εγγονή μου, η κόρη της Δελχαρώς και πως εγώ είχα ένα μαύρο σημάδι στο χέρι. |
Χάβισαμ: | Μαύρο σημάδι; |
Φραγκογιαννού: | Ήθελα τάχα να σβανώσω το κορίτσι και την ώρα που το σαβάνωνα μαύρισε το χέρι μου και έβαλα τάχα το χέρι μου στη φωτιά για να ξεμαυρίσει. |
Αφηγητής: | Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι να "ψηλώνει ο νους της". Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, δια να το "σκάση"... Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν. Κι έπειτα η Μυρσούλα και η Αρετούλα ηλικίας τριών ετών το ένα και πέντε το άλλο. Το τρίτο - βρέφος δύο ημερών- του Γιάννη Λυρίγγου, βοσκού μέσα στο ίδιο το σπίτι του, όπου εφιλοξενείτο η Χαδούλα, η Φραγκογιαννού. |
Φραγκογιαννού: | (σιγανά προς τον εαυτό της) ...Και το όνειρο της Αμέρσας έγινε πραγματικότητα. |
Χάβισαμ: | Για μένα, δυστυχώς, το όνειρο δεν έγινε πραγματικότητα. Έναν άνδρα αγάπησα στη ζωή μου. Τον εμπιστεύτηκα. ...Αλλά αυτός, με πρόδωσε, και τότε ο χρόνος σταμάτησε για μένα. Η μέρα του γάμου είχε ορισθεί. Όλα έτοιμα. Αυτός δεν ήρθε κι εγώ νύφη, στην ίδια θέση με τη γαμήλια τούρτα σαπίζουμε μαζί. Τα ποντίκια τη ροκάνισαν. Και δόντια πιο κοφτερά από τα δόντια των ποντικιών ροκάνισαν εμένα. |
Αφηγητής: |
Έρωτας ανικανοποίητος. Του έδωσε το είναι της και αυτός το ποδοπάτησε κι έφυγε. Σκληρή ταπείνωση. Τρικυμία στην ψυχή. Τα πρέπει της αριστοκρατικής της καταγωγής δεν επιτρέπουν τέτοιαν ύβριν. Σύγκρουση ισχυρή την οδηγεί στην τρέλα. |
Χάβισαμ: | Όλα πήραν νόημα αργότερα. Ήταν τότε, που κατάλαβα πως μπορώ να εκδικηθώ αυτόν και όλους τους άνδρες, στη ζωή μου έβαλα την Εστέλλα. |
Αφηγητής: |
Ανέλαβε να την αναθρέψει. Ζούσαν σ' ένα σπίτι σκοτεινό και καταθλιπτικό. Μερικά ξερακιανά κηροπήγια λιγόστευαν κάπως το σκοτάδι. Ένα αλλοτινό εορταστικό σκηνικό, τώρα σκεπασμένο με σκόνη και μούχλα. Τα ρολόγια σταματημένα στην ίδια ακριβώς ώρα. |
Χάβισαμ: | Ένα πανέμορφο κορίτσι που ενώ θα αγαπιόταν, θα αγαπιόταν, δεν θα αγαπούσε ποτέ. ΣΧΕΔΙΑΣΑ. Τ' ορκίζομαι. Δεν ήθελα να την καταστρέψω. |
Εστέλλα: | Κι όμως με κατέστρεψες. |
Φραγκογιαννού: | Τι συμβαίνει; Τι είναι αυτά που λέτε; |
Εστέλλα: | Αυτή η γυναίκα με κατέστρεψε. Από μικρή με έμαθε να είμαι σκληρή με τους ανθρώπους, να μην αισθάνομαι. |
Χάβισαμ: | Έχω καρδιά συντρίμμια. Αβάστακτη η απόρριψη της προδοσίας και τώρα εσύ; Άσπλαχνη σκληρόψυχη! Πάγο έχεις στην καρδιά, πάγο! |
Εστέλλα: | Πως! Εσείς με κατηγορείται ότι είμαι παγερή; Εσείς; |
Χάβισαμ: | Μήπως δεν είσαι; |
Εστέλλα: | Αυτό το ξέρετε εσείς. Εσείς με κάνατε αυτό που είμαι. Δική σας η δόξα, δικό σας το κρίμα, δική σας η επιτυχία, δική σας η αποτυχία, με άλλα λόγια είμαι δική σας. |
Χάβισαμ: | Αχ, κοίτα την, κοίτα την! Κοίτα την, τι σκληρό, τι άκαρδο πλάσμα που είναι. Εγώ που την έβαλα στον κόρφο μου, ρημαγμένο, ματωμένο απ' τις πληγές του, εγώ που ξόδεψα για χάρη της πόσα και πόσα χρόνια. |
Εστέλλα: | Ωραία! Τι ζητάτε από μένα; Σταθήκατε πολύ καλή μαζί μου και σας οφείλω τα πάντα. Όμως τώρα τι θέλετε από μένα; |
Χάβισαμ: | Αγάπη! |
Εστέλλα: | Την έχετε. |
Χάβισαμ: | Δεν την έχω. |
Εστέλλα: | Θετή μου μητέρα. Πράγματι υπήρξατε γενναιόδωρη μαζί μου. Είχατε όμως το σκοπό σας. Χωρίς εμένα δεν θα μπορούσατε να πραγαμτοποιήσετε το σχέδιό σας. Και λέω. Χρωστάω τα πάντα σε σας. Ό,τι έχω και δεν έχω είναι απόλυτα δικό σας. Ό,τι μου δώσατε εσείς, το ορίζετε. Μπορείτε να το ξαναπάρετε εάν θελήσετε. Πέρα από αυτά δεν έχω τίποτ' άλλο. Και να μου ζητήσετε να σας δώσω ό,τι δεν μου δώσατε, όλη μου η ευγνωμοσύνη και όλο μου το καθήκον δεν μπορούν να κάνουν τ' αδύνατα δυνατά. |
Χάβισαμ: | Θαρρείς και δεν της έδωσα ποτέ αγάπη! Κοίτα την τώρα, πως μου μιλάει. Άσ' την να με βγάλει τρελή. Άσ' τη. Όλα ξεχασμένα. |
Εστέλλα: | Δεν είναι ξεχασμένα αλλά φυλαγμένα μες τη μνήμη. Πότε με είδατε να παραβαίνω κάτι απ' αυτά που με μάθατε; Πότε με είδατε να επιτρέψω να εισδύσει στην καρδιά μου ό,τι εσείς αποκηρύξατε; Να φανήτε δίκαιη απέναντί μου. Δεν πρόδωσα ούτε εσάς, ούτε όσα μου διδάξατε. Δεν έδειξα την παραμικρή αδυναμία που να με κάνει να ντρέπομαι για τον εαυτό μου. |
Χάβισαμ: | Θα 'ταν αδυναμία να μου δείξει αγάπη; |
Εστέλλα: | Εσείς κάνατε ό,τι περνούσε απ' το χέρι σας για να με πείσετε πως ο εχθρός μου είναι το φως του ήλιου. Εσείς μου σκοτώσατε την ψυχή. (Απευθύνεται στη Φραγκογιαννού) Απάντησέ μου ειλικρινά. Εσύ θα έκανες ποτέ κάτι τέτοιο στα παιδιά σου; |
Φραγκογιαννού: | Εγώ; Εγώ δεν σκότωσα. Λύτρωσα. |
Χάβισαμ: | Πως είπες; |
Φραγκογιαννού: | Σκότωσα για να ελευθερώσω. Να ελευθερώσω τους φτωχούς από την κακή τους τύχη να γεννήσουν Θηλυκό, και από μελλοντικά βάσανα, τα κορίτσια, λύτρωσα. Πρέπει να γεννιώνται τόσα κορίτσια; Κι αν γεννιώνται, αξίζει τον κόπο να ανατρέφονται; Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος. Καλύτερα να μην σώνουν να πάνε παραπάνω, κανένα πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται αλλά το εναντίον. Αφού η λύπη είναι χαρά και ο θάνατος είναι ζωή, τότε και η συμφορά είναι ευτυχία και η νόσος υγεία. Και όλες οι αρρώστιες που θερίζουν τα βρέφη, οι άνθρωποι, μέσα στο σκοτάδι τους, τα νομίζουν αυτά ως δυστυχήματα και χάνουν οι ταλαίπωροι γονείς το νου τους και πληρώνουν γιατρούς και φάρμακα για να σώσουν το παιδί τους. Δεν υποπτεύονται όμως ότι όταν νομίζουν ότι τάχα σώζουν, τότε πραγματικά χάνουν το τέκνο τους. Το φονικό παύει να είναι κακό όταν πρόκειται να βοηθήσει τους ανθρώπους. Το έκαμα για το καλό! |
Δελχαρώ: | Ποιο καλό; Μου σκότωσες το παιδί μου. Μάνα, γιατί το έκανες; Το έμαθα. Έμαθα ότι εσύ μου σκότωσες το παιδί. Είναι αλήθεια; |
Φραγκογιαννού: | Δεν θα κρύψω τις αμαρτίες μου. Ναι, εγώ το έκανα. |
Δελχαρώ: | Πως μπόρεσες; |
Φραγκογιαννού: | Για να μην πονέσετε, το έκανα, ούτε εσύ ούτε η κόρη σου, όπως πόνεσα εγώ. Ένα κορίτσι είναι καλύτερα να πεθάνει παρά να βασανίζεται και να ταλαιπωρεί και την οικογένειά του. |
Χάβισαμ: | Παγίδα έστησα κι έπεσα μέσα. Δεν μπόρεσα ολότελα να ξεχάσω ότι είμαι άνθρωπος με αισθήμτα. Εστέλλα τ' ορκίζομαι. Δεν ήθελα να σε καταστρέψω. Για το καλό σου το έκανα. Ήθελα να σε προστατέψω από την πίστη σου στους ανθρώπους και να σε σώσω από τη δική μου μοίρα. Μετανίωνω. |
Εστέλλα: | Και που το μετάνιωσες; Εγώ δεν θα μπορέσω ποτέ να νιώσω την αγάπη και την πραγματική ευτυχία. Και ο Πιπ; |
Αφηγητής: | Και τούλεγε. Άκουσέ με Πιπ! Την υιοθέτησα για ν' αγαπηθεί. Την μεγάλωσα και την σπούδασα για ν' αγαπηθεί. Την έκανα αυτό που είναι για ν' αγαπηθεί. Αγάπα την, αγάπα την, αγάπα την. Αν σου φέρεται καλά αγάπα την. Αν σε πληγώνει, αγάπα την. Αν σου σπαράζει την καρδιά κι όσο η καρδιά σου θα μεγαλώνει και θα δυναμώνει, θα σπαράζεται πιο βαθιά -αγάπα την. |
Πιπ: |
Η Εστέλλα μου είχε πει: "Έλα δω. Μπορείς να με φιλήσεις, αν θέλεις". Αισθάνθηκα όμως πως είχε προσφέρει εκείνο το φιλί, στο άξεστο, ασήμαντο αγόρι, σαν να του πέταγε ένα νόμισμα στα πόδια. |
Αφηγητής: | Τι είναι πραγματική αγάπη. Είναι τυφλή αφοσίωση, αδιαμαρτύρητη αυτοταπείνωση, έσχατη υποταγή, εμπιστοσύνη και πίστη, ενάντια στον εαυτόν σου κι ενάντια σ' ολόκληρο τον κόσμο να παραδίνεις όλη σου την καρδιά και την ψυχή στον τιμωρό σου, όπως έκανα εγώ! |
Πιπ: | Κοίταζα ολόγυρα μήπως έβλεπα την Εστέλλα. "Στο εξωτερικό είναι", μου είπε. "Εκπαιδεύεται για να γίνει κυρία. Πιο όμορφη παρά ποτέ. Την θαυμάζουν όλοι. Νιώθεις πως την έχεις χάσει;", μου είπε με κακία και απόλαυση. |
Εστέλλα: | Και ο Πιπ; Αυτός τι σου έφταιξε; Τον ξέχασες; |
Χάβισαμ: | Όχι, δεν τον ξέχασα και μετανιώνω. |
Πιπ: | Μις Χάβισαμ! Έγιναν πικρά λάθη. Και η ζωή μου υπήρξε τυφλή και αχάριστη. Και έχω πολύ μεγάλη ανάγκη από συγγνώμη και βοήθεια, για να μπορώ να σας κρατώ κακία. |
Χάβισαμ: | Τι έκανα! Μέχρι να δω σε σένα έναν καθρέφτη που μου έδειχνε αυτό που κάποτε αισθανόμουν κι εγώ η ίδια. Δεν ήξερα τι είχα κάνει. Τι έκανα, τι έκανα... Κι έτσι ξανά άλλες είκοσι, πενήντα φορές τι έκανα; |
Εστέλλα: | Πιπ! Έχω μια καρδιά που μπορεί κανείς να την μαχαιρώσει ή να την πυροβολήσει, δεν έχω αμφιβολία γι' αυτό, και φυσικά αν σταματούσε να χτυπά, θα σταματούσα κι εγώ να υπάρχω. Όμως, ξέρεις τι θέλω να πω. Δεν έχω δώσει την τρυφερότητά μου πουθενά. Δεν έχω νιώσει ποτέ τέτοιο πράγμα... ούτε συμπόνια... συναίσθημα... Ανοησίες είναι όλα αυτά. |
Πιπ: | Καλύτερα να της αφήνατε τη φυσική της καρδιά, ακόμα και για να την πληγώσουν ή να την συντρίψουν. |
Χάβισαμ: | Έχω καρδιά συντρίμμια. |
Αφηγητής Β: | Την ίδια στιγμή, είδα τη Μις Χάβισαμ να τρέχει ουρλιάζοντας, μέσα στις φλόγες που την τύλιγαν και υψώνονταν άλλο ένα μπόι από πάνω της. Κι έλεγε: "Τι έκανα; Ήθελα να τη σώσω από μια δυστυχία σαν τη δική μου. Πάρε το μολύβι και γράψε κάτω απ' τ' όνομά μου: Τη συγχωρώ!". Είπε αμέτρητες φορές, κι έγειρε από πάνω της και άγγιξε με τα χείλη του τα δικά της, ακριβώς τη στιγμή που έλεγαν: "Πάρε το μολύβι και γράψε κάτω απ' τ' όνομά μου: Τη συγχωρώ". |
Εστέλλα: | Πιπ! Εσύ; πως μπόρεσες αυτό να κάνεις; Και εάν σπρώχθηκε να πράξει έτσι, συγγνώμη να της πω δεν μπορώ. |
Φραγκογιαννού: | Εμένα ποιος μπορεί να με συγχωρήσει άραγε; |
Αμέρσα: |
Εγώ μάνα! Και όταν σε άκουγα να λες "Τα κορίτσια είναι εφτάψυχα", "έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου την ώραν που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη", εγώ μάνα σε καταλάβαινα, ήσουν γεμάτη σκέψεις για τη μοίρα των κοριτσιών. Από αιώνες "Οι υπέρμετρες απαιτήσεις των γαμβρών -το σπάνιον και δυσεύρετον αυτών- ο ξενιτεμός των" σε λύγισαν. Σκλάβες στα χέρια των γονιών και των ανδρών και σκλάβες πάλι στα χέρια των συζύγων -πιο δυστυχισμένες δε, ως χήρες. Κι εσύ μάνα ακόμα είχες, τον άντρα τον κουτό και ακαμάτη. Τον γιο στη φυλακή. Μάνα δεν άντεξες την τόση πίεση στην ψυχή, από προκαταλήψεις προαιώνιες και σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας έκανες αυτό που θέλανε από τα μύχια της ψυχής τους να κάνουν όλοι. Λαογέννητη, δυναμική, ιδεολόγα, έγινες φορέας και διερμηνευτής της αβάσταχτης ανθρώπινης τραγωδίας. |
Χάβισαμ: | Κι εγώ βασανίστηκα στη ζωή μου. Έχω καρδιά συντρίμμια. |
Αμέρσα: | Μάνα, μάνα βιάσου, οι χωροφύλακες. Φύγε, που θα πάς; |
Φραγκογιαννού: | Στο μοναστήρι του Άγιου Σώστη, μόνο αυτός μπορεί να με εξαγνίσει. |
Αμέρσα: | Μη μάνα, ανεβαίνει η παλίρροια. |
Δελχαρώ: | Ασ' τηνα και εάν δεν την θεωρώ ολότελα υπεύθυνη για τις πράξεις της, δεν της δίνω όμως και το συγχωροχάρτι. |
Δελχαρώ + Εστέλλα: | Όπως αυτή θα τιμωρηθεί μεσ' τα κύματα της θάλασσας έτσι κι εσύ θα καείς στις φλόγες τις κόλασης. |
Αμέρσα + Πιπ: | Του εξαγνισμού. |
Αφηγητής Α + Αφηγητής Β: | Του εξαγνισμού; |
Το δραματοποιημένο αυτό διακείμενο παρουσιάστηκε υπό μορφή Αναλογίου από τις μαθήτριες του 3ου Λυκείου Βύρωνα στις 8 Δεκεμβρίου 1999, στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν. Η επιμέλεια του κειμένου και η διδασκαλία των ρόλων έγινε από την Κωνσταντίνα Κατρακάζου.