Ένα κείμενο του Κώστα Ακρίβου για την Εποχή
Μονόχνοτος, εγωκεντρικός, αντικοινωνικός, αγοραφοβικός, ψυχαναγκαστικός, ατομιστής, καταθλιπτικός, φαντασιόπληκτος, πικρόχολος, απαθής… Αυτά είναι μερικά από τα επίθετα/ιδιότητες που θα μπορούσε κανείς να προσάψει στον πρωταγωνιστή-πρωτοπρόσωπο αφηγητή του βιβλίου «Λέξεις που δεν έζησε…» της εικαστικού και σκηνογράφου Κωνσταντίνας Κατρακάζου.
Πρόκειται για έναν νέο άντρα ο οποίος άλλο δεν κάνει παρά να παρακολουθεί τους άλλους ανθρώπους για να ανακαλύψει τον εαυτό του. Ή, κατά μια άλλη εκδοχή, το αντίστροφο: αναμοχλεύει διαρκώς τον δικό του ψυχισμό, τη δική του ζωή και προσωπικότητα, με μοναδικό στόχο και μέλημα να ανακαλύψει ή να αποκαλύψει όλους όσοι τον περιβάλλουν.
Μέρα νύχτα βιώνει ένα ατελεύτητο πηγαινέλα του μυαλού και των αισθήσεών του, μια κοπιαστική ίσως και για αυτό λυτρωτική για τον ίδιο μικρή οδύσσεια στον κόσμο των άλλων, που, όπως ευθύς εξαρχής δηλώνει, τους απεχθάνεται, έχοντας απώτερο σκοπό να χτίσει ή να περιτοιχίσει τον δικό του μικρόκοσμο μακριά απ’ όλους αυτούς.
Η πρόθεση και επιθυμία του δηλώνεται με την εναρκτήρια πρόταση: «Σπάνια βγαίνω από τον χώρο στον οποίο μένω». Συνεχίζει ξεκαθαρίζοντας τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του, που επικεντρώνονται σε δύο βασικές λέξεις: στο «περιπλανιέμαι» και στο «μόνος». Ίσως αυτές οι δύο λέξεις να αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά όλου του βιβλίου. Μην έχοντας καμία σχέση με τους «Άλλους», με την κοινότητα δηλαδή των ανθρώπων που τον περιβάλλουν, ζει ασκούμενος στην παρατήρηση, στην ενδελεχή παρατήρηση, των γύρω του. Χαρακτηριστικά προσώπων, ιδιαίτερα γνωρίσματα του σωματότυπου, λεπτομέρειες της φωνητικής χροιάς, ιδιαιτερότητες και ασημαντότητες, ως και, ή μάλλον, κυρίως στοιχεία του ρουχισμού τους, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν περνάει απαρατήρητο από τη σαν νυστέρι ματιά του, σε μια προσπάθεια να χτίσει μια φραγή διαχωρισμού ή και διαφυγής από την κοινωνία του πλήθους.
Προσπαθώντας να αποστραγγιστεί από κάθε συναίσθημα
Από την άλλη, ο ίδιος έχει επιλέξει την «ομορφιά της επανάληψης, της σταθερότητας, του οικείου». Δεν έχει τον παραμικρό δισταγμό να καταδηλώσει την ιδιαιτερότητα της ατομικής του περίπτωσης: δεν διαθέτει ούτε γυναίκα ούτε παιδιά, γονείς δεν υπάρχουν, ούτε και φίλοι, άλλους τους έχει ή τον έχουν απαρνηθεί και άλλους για σκοτεινούς λόγους τους έχει αποκλείσει διά βίου. Περιχαρακωμένος στον μονήρη βίο του, επιλέγει για επάγγελμα μια κατ’ οίκον απασχόληση, που έχει να κάνει με διαδικτυακές συναλλαγές. Αλλά ούτε και εδώ η παραμονή του είναι σταθερή. Όταν μένει άνεργος, εν πρώτοις βιοπορίζεται με την επισκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά πολύ γρήγορα, καταδιωκόμενος από το άγχος της επαφής με άλλους ανθρώπους, επιλέγει να ασκεί το εκάστοτε επάγγελμά του κλεισμένος στους τοίχους του σπιτιού του. Κυνικά ομολογεί τη μισανθρωπία του: «Δεν μου λείπει τίποτα! Η καθημερινότητα δεν μου επιφυλάσσει εκπλήξεις. Περνάω τις μέρες μου με πανομοιότυπες, επαναλαμβανόμενες κινήσεις». Καταβάλλει δε προσπάθεια, και το πετυχαίνει, να αποστραγγιστεί από κάθε είδους συναίσθημα· το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι πώς να ισχυροποιήσει τα δύο όπλα που διαθέτει: την εξυπνάδα και τη φαντασία.
Δεν μπορεί ωστόσο να ανακόψει τις εικόνες που του επιφυλάσσει η μνήμη του παρελθόντος. Και οι πιο ισχυρές ίσως είναι εκείνες που σχετίζονται με την προσφιλή του θάλασσα και τα όσα ευφρόσυνα έζησε στα νερά της σε περασμένες εποχές.
Αυτό που εκείνος περιγράφει ως «ελευθερία»
Παρόλα αυτά, δεν γίνεται να αποφύγει την εγγύτητα όσο κι αν επιδιώκει το αντίθετο. Είτε ως επιβάτης ταξί είτε ως πελάτης στο σούπερ μάρκετ, θα αναγκαστεί να μοιραστεί έστω κάποια λεπτά της ζωής του με άλλους ανθρώπους. Δεν λειτουργεί όμως όπως ένα φυσιολογικό άτομο· ναι μεν ακούει, αλλά ακούει εκείνα που η φαντασία του τον οδηγεί να ακούσει. Πλάθει έτσι μια άλλη πραγματικότητα, καταπώς ο ίδιος την επιθυμεί. Τα πάντα θέλει να λειτουργούν με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί: με τον τρόπο της τελειότητας· ακόμη και οι οικιακές συσκευές του είναι προγραμματισμένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε με έναν θαυμαστό αυτοματισμό να εξυπηρετούν τις όποιες βασικές του ανάγκες.
Έτσι λοιπόν κυλάει η ζωή του. Φιλίες, έρωτες, καθημερινές ανάγκες, όλα είναι υποταγμένα σε αυτό που ο ίδιος ορίζει ως «ελευθερία». Καταδύεται στα οράματα και στις ονειροφαντασίες του. Καταδιώκεται από τη μανία να ταξινομήσει και να αρχειοθετήσει αυτό που αποκαλεί παρελθόν του, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο «φακέλους» και «υποφακέλους». Εκεί μέσα θα ομολογήσει και το οικογενειακό του ιστορικό, που κάθε άλλο παρά ομαλό ή αρμονικό υπήρξε. Θα φτάσει λοιπόν κάποια στιγμή που θα το δηλώσει – για μια φορά ακόμη; «Υπερασπίζομαι την αυτονομία μου με το να μην εξαρτώμαι από καμία συγκίνηση, καμία εγγύτητα, ερωτική ή φιλική. Εντάξει, δεν έχω φίλους, και τι έγινε;»
Ένα πρόσωπο που αδυνατεί να επι-κοινωνήσει
Η χειμαρρώδης αφήγηση της ζωής του θα ολοκληρωθεί με μια δυνατή ανάμνηση από την παιδική του ηλικία - πρόκειται για ένα νυχτερινό ψάρεμα: ο πατέρας του, ο ίδιος και δυο φίλοι του, με μια ψαριά που φτάνει για «δυο πλούσια γεύματα» - και παράλληλα με κάποιες άλλες σκηνές από τις διακοπές που έκανε παιδί με τους γονείς του. Αλλά επειδή η εμμονή του δεν λέει να τον εγκαταλείψει, θα δηλώσει για μία φορά ακόμα τον μονοχνοτισμό του, λέγοντας ότι απεχθάνεται τα φυτά, είναι εμμονικός με το λευκό χρώμα και πάνω απ’ όλα είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του, με τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες καθημερινές κινήσεις του μικρόκοσμού του, ενώ ο «εχθρός» είναι εκεί έξω και παραμονεύει: ο κόσμος, οι άλλοι.
Δεν είναι συνηθισμένος λογοτεχνικός ήρωας ένα τέτοιο πρόσωπο. Θέλω να πω ότι, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να εντοπίσει κάποια έστω λίγα στοιχεία που θα τραβήξουν επάνω του τη συμπάθεια ή την επιείκεια, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Η αφήγηση με αδρές γραμμές παρουσιάζει στην ολότητά του ένα πρόσωπο που αδυνατεί να επι-κοινωνήσει με οποιαδήποτε κοινωνική σύμβαση· τα πάντα γύρω από αυτόν κινούνται και δορυφορούνται με άξονα το αμείλικτο εγώ του. Και εδώ κρύβεται ίσως η επιτυχία του βιβλίου, καθώς η σκιαγράφηση μιας τέτοιας μη ανθρώπινης κατάστασης έρχεται να υποδηλώσει το πού μπορεί να οδηγηθεί, αν δεν έχει οδηγηθεί ακόμη, ο Homo Internet-ius, ο άνθρωπος που πασχίζει να περιορίσει τη ζωή του σε μια ατομικότητα που εν πολλοίς θεωρείται ναι μεν αφύσικη, ωστόσο συνηθισμένη και κοινότοπη στις μέρες μας. Δεν είναι η περίπτωση του ανθρώπου που θέλουμε να υπάρχει γύρω μας, αλλά που παρόλα αυτά υπάρχει. Γιατί προς τα εκεί οδηγείται ο σημερινός άνθρωπος: προς μια ιδιώτευση που δεν έχει να κάνει με την ταπεινότητα, παρά με το κατά τον Αριστοτέλη «θηρίο»· τον άνθρωπο που ο κόσμος όλος έγινε για να δικαιώσει και να τελειώσει μόνο και μόνο τη δική του ύπαρξη. Γιατί το νόημα της ζωής δεν είναι μονάχα οι λέξεις· οι λέξεις επινοήθηκαν για να αξιώσουν τον άνθρωπο και να τον σύρουν έξω από τον βόρβορο της χαμέρπειας. Αν δεν απλώσεις το χέρι προς τον άλλον, αν δεν ακούσεις, δεν ψαύσεις, δεν χαμογελάσεις στον άλλο, τότε η ζωή είναι άνευ νοήματος και λόγου ύπαρξης.
Η Κωνσταντίνα Κατρακάζου προτίμησε αυτή τη φορά να δώσει μορφή στις αγωνίες της όχι με την εικόνα αλλά με τον λόγο. Το στοίχημα το κέρδισε. Γιατί είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει από το μετερίζι της πρώτης γραμμής πως η ενασχόληση με την τέχνη, εν προκειμένω με τη συγγραφή, είναι ο καλύτερος τρόπος για να διαχειριστούμε με επιτυχία το εντός μας χάος και, ταυτόχρονα, να λειάνουμε τα αδυσώπητα αγγίγματα της κοινωνίας.