Απόσπασμα από άρθρο του Δημήτρη Τσατσούλη, περιοδικό "Νέα Εστία", τεύχος 1734, σ. 882, Μάιος 2001
Στην αγαστή συνεργασία που έφερε το συγκεκριμένο σκηνικό αποτέλεσμα καθοριστική ήταν επίσης η συμβολή της Κωνσταντίνας Κατρακάζου. Τα κοστούμια της, ξεφεύγοντας από κάθε φολκλορική αντίληψη, είχαν στην ποικιλία τους εσωτερική συνέπεια, παραπέμποντας σε μια ρομαντικότητα με το παλ των χρωμάτων τους, ονειρικότητα με τις φόρμες τους, που υπήρξαν ταυτόχρονα λειτουργικές στην κίνηση, χωρίς να εκλείπουν τόσο οι χαρακτηρολογικές συνδηλώσεις (μετωνυμίες κοινωνικής τάξης, ηλικίας, κατάστασης των προσώπων) όσο και τα έντεχνα χιουμοριστικά στοιχεία. Εμπνευσμένη, επίσης, η διευθέτηση του σκηνικού χώρου σ' ένα θέατρο με προβληματικές ιδιομορφίες που, όμως, ικανοί σκηνογράφοι μπορούν να μετατρέψουν σε σπάνια προτερήματα.
Η Κατρακάζου ενέταξε, για τις ανάγκες κάποιων διηγημάτων, ακόμα και το φουαγιέ στο σκηνικό τοπίο, είτε μετατρέποντας τη διαχωριστική κουρτίνα σε διαφάνεια όπου πίσω της διακρίνονταν οι φιγούρες/σκιές των αφηγητών («Το μυρολόγι της Φώκιας»), είτε ορίζοντάς το ως σπίτι της Γειτόνισσας («Ο έρωτας στα χιόνια») και ως τόπο από όπου ξεπρόβαλλε η χορωδία δίνοντας τη χιουμοριστική νότα σε ένα διήγημα στην ουσία δραματικό (όπου θριάμβευσε η άριστη τεχνική του Δημήτρη Ήμελλου στο ρόλου του Μπάρμπα-Γιαννιού, ενώ η Μαριλήτα Σολέντη έπλασε μια πειστικότατη στην αμφίσημη διάθεσή της Γειτόνισσα) και όπου επίσης εντυπωσίαζαν τα λιτά στη σύλληψη αλλά εύγλωττα κοστούμια των δύο προσώπων.
Το ίδιο αυτό φουαγιέ ορίστηκε, επίσης, στην εισαγωγή της «Νοσταλγού» (Α' εκδοχή) ως το σπίτι του Μπάρμπα-Μοναχάκη, στο ρόλο του οποίου ο Δημήτρης Ήμελλος, μπροστά σε ένα μεγάλο καθρέφτη που κρύβει το μπαρ του θεάτρου, δημιουργεί μέσα από την κινησιολογία του μια ολόκληρη χαρακτηρολογία του προσώπου με την αμείλικτη σοβαρότητα της αυτοπαρωδίας. Αλλά και επί του σκηνικού χώρου, οι λιτές φαινομενικά κατασκευές δημιουργούσαν αποβάθρα και βάρκα, οι σκάλες κατάρτια, ενώ η άμμος του δαπέδου παρέπεμπε στο παραθαλάσσιο τοπίο που είναι παρόν στα περισσότερα διηγήματα. Η εκμετάλλευση ακόμα και της κολόνας, που διατρέχει κάθετα στη μέση το χώρο της σκηνής, με τη δημιουργία επ' αυτής αιωρούμενων καρεκλών, όπου διαδραματίστηκε το διήγημα «Άγια και πεθαμένα», απέβη κάτι περισσότερο από ευφυής, διότι όχι μόνο εικονοποίησε τα δύο μπαλκόνια όπου κεντούν οι αντίζηλες, το Σειραϊνώ (Στέλλα Σκορδαρά) και το Μαλαμώ (Μαριλήτα Σολέντη), αλλά έδωσε την ευκαιρία στις δύο ηθοποιούς να αναπτύξουν μία διαρκή, σχεδόν ακροβατική κινησιολογία, εκπέμποντας τη δροσιά αλλά και το χιούμορ με τα οποία σκηνοθετήθηκε ένα ακόμη δραματικής κατάληξης κείμενο.
Δημήτρης Τσατσούλης