Άρθρο του Νίκου Λιονάκη, εφημερίδα Αυγή, στήλη Γράμματα - Τέχνες, 25-01-2008, σελίδα 17 για την έκθεση "Αλήθεια-αναλήθεια, αφομοιώνονται γίνονται καπνός", 2008
Τα πράγματα, οι ιδέες, η ανθρωπιά χάνουν την υπόστασή τους, εξαϋλώνονται όταν βρίσκει πρόσφορο έδαφος ο «απάνθρωπος ανθρωπισμός» με το μανιχαϊστικό δόγμα του περί καλού-κακού που «νομιμοποιεί» πολέμους. Παρά το διαφενόμενο μπέρδεμα αλήθειας-αναλήθειας, και αφού θα ήταν τουλάχιστον άδικη μια απόλυτη ισοπέδωση του διπόλου αυτού, ωστόσο δεν μπορούμε να έχουμε αυταπάτες: «Σε οποιονδήποτε πόλεμο –επεκτατικό, αμυντικό, ακήρυχτο- και ο νικητής είναι νικημένος» και αυτό διότι τα θύματά του, τα «φαντάσματα» των νεκρών (και των δύο στρατοπέδων) δεν επιτρέπουν τη λήθη των ζωνταντών, ακόμα και όταν δεν στοιχειώνουν τη συνείδησή μας αλλά προστίθενται στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων της ανθρωπότητας ως στατιστικά στοιχεία-στοιχειά.
Η ζωγράφος και εικαστικός Κωνσταντίνα Κατρακάζου στο νέο της έργο που παρουσιάζεται μέχρι τις 30 Ιανουαρίου στη γκαλερί «7» (Ζαλοκώστα), για μία ακόμη φορά ασχολείται με τα αποτελέσματα της –κυριολεκτικά και μεταφορικά- εμπόλεμης ζωής μας, όπως αυτά απεικονίζονται στο «βλέμμα» του σύγχρουνου ατόμου. Αν κατά το κοινότοπο «τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής», τότε για την καλλιτέχνη το ασπρόμαυρο βλέμμα του σημερινού ανθρώπου στο επίκεντρο του οποίου βρίσκονται γνωστές σε όλους μας έγχρωμες σκηνές πολέμου και βίας από Ασία, Αφρική και Ευρώπη, αντανακλά την ασπρόμαυρη ψυχή του. «Διάλεξα εικόνες που τις έχουμε δει όλοι διότι σε όλους μας αναλογεί μερίδιο ευθύνης, όχι μόνο για τους τρόπους που υπομένουμε και στηρίζουμε την ύπαρξή τους αλλά και για τα συναισθήματα που αυτές μας γεννούν» εξηγεί η Κ. Κατρακάζου.
Ενώ κάποιος θα περίμενε οι εικόνες βίας να είναι ασπρόμαυρες, υποδηλώνοντας έτσι το μακάβριο και το περασμένο, και το βλέμμα-μάτι να είναι έγχρωμο, δείχνοντας το ζωντανό παρόν, ωστόσο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Ο άνθρωπος είναι εκείνος που έχει «γκριζάρει».
Αν το συνολικό έργο της Κ. Κατρακάζου διαπνέεται από τη δομή και την αποδόμηση, όπως έχει αναφερθεί για την τέχνη της, στο συγκεκριμένο οι εικόνες αποδόμησης (βία και πόλεμος) ορίζουν την ασπρόμαυρη δομή του ανθρώπου. Το έργο της Κ. Κατρακάζου επιχειρεί να δηλώσει και να εξετάσει την «απουσία». Το βλέμμα είναι ασπρόμαυρο διότι ο άνθρωπος, έχοντας απωλέσει την ανθρωπιά του, έχει περάσει στο παρελθόν, «απουσιάζει», ενώ είναι ενδεικτικό ότι στους τελευταίους πίνακες το βλέμμα αποδίδεται σαν να ήταν πέτρινο. Αυτή η απουσία και το κενό έχουν επέλθει από την υπερ-γνώση, την «απομάγευση» του κόσμου από κάθε τι το «Θείο». Το «Θείο» με τη σειρά του απουσιάζει γιατί το έχει απωθήσει το άτομο που επιχειρεί να καλύψει το κενό αυτής της απουσίας, θεοποιώντας τον εαυτό του. Σε αυτή την περίπτωση λιγότερο ισχύει το διαδεδομένο νιτσεϊκό απόφθευγμα «ο Θεός είναι νεκρός» και πολύ περισσότερο η ψυχαναλυτική παράφρασή του «ο Θεός είνα νεκρός γιατί τον σκοτώσαμε». Εδώ, φυσικά, δεν καταδικάζεται η ίδια η γνώση, όμως δεν ισχύει το ίδιο και για την ανεξέλεγκτη, βουλιμική γνώση, η ατομική συσσώρευση της οποίας ορίζει τους σύγχρονους «θεανθρώπους».
Θύτες και θύματα δεν διαχωρίζονται στον πόλεμο, όπως δεν διαχωρίζονται στο διαπροσωπικό «πόλεμο» του ατόμου στην καθημερινότητά του, θέμα που απασχολούσε την καλλιτέχνη στο προηγούμενο εικαστικό έργο της «Λύκε, λύκε είσαι εδώ;».
Η ίδια εξηγεί την αμφισημία της ερώτησης: «Λύκε, λύκε είσαι εδώ για να φύγω γιατί σε φοβάμαι;» ή «είσαι εδώ για να έρθω επειδή με ιντριγκάρεις;».
Το τελευταίο έργο ακολουθεί νοηματικά το προηγούμενο, επικεντρωμένο πλέον στον πόλεμο, και εδώ ακριβώς εισάγεται η έννοια της ατομικής ευθύνης. Το άτομο θα πρέπει να επιλέξει αν θα διατηρήσει το ανθρώπινο βλέμμα του, αναγνωρίζοντας στον εαυτό του κάποιο όριο ή αν θα προλάβει το βλέμμα του Λύκου.
Νίκος Λιονάκης