Κείμενο της Λουίζας Καραπιδάκη για τον κατάλογο της έκθεσης "Απουσία", την οποία και επιμελήθηκε.
Ζούμε αναμφισβήτητα την εποχή της απουσίας. Απουσία επικοινωνίας, αξιών, ήθους, συναισθημάτων, παιδείας, παραδόσεων, μνήμης, οραμάτων, ασφάλειας, απουσία του προφανούς ή και παρουσία ως απουσία. Έτσι η έννοια της απουσίας έχει αποτυπωθεί ως στοιχείο των ημερών μας με διάφορες εννοιολογικές αποχρώσεις, ως έλλειψη-αγαθού ή επικοινωνίας- ή ακόμη ως επώδυνη προσωπική περιπέτεια, όπως στην περίπτωση της απώλειας ενός προσώπου.
Μιλώντας για τέχνη, η έννοια της «απουσίας» έφερε και τις μεγαλύτερες καινοτομίες στην ιστορία της. Αρχικά σε παλαιότερους πολιτισμούς η απουσία μέρους μιας απεικόνισης είχε κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, πέρα από την αισθητική, ενώ συχνά αποτελούσε και έναν κώδικα επικοινωνίας με το θεατή. Στη συνέχεια η απουσία της ρεαλιστικής απόδοσης του μοντέλου στα ατελιέ, της φόρμας αυτής καθαυτής, του χρώματος ή της ίδιας της εικόνας, άλλαξε ριζικά και την αισθητική, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι που η ίδια η απουσία έγινε τέχνη και τρόπος έκφρασης στον 20ο αι. Στους ιμπρεσιονιστές απουσίαζαν οι συμβατικοί κανόνες της ζωγραφικής, στους κυβιστές ζωγράφους απουσίαζε η νατουραλιστική απόδοση, οι σουρεαλιστές στο μανιφέστο τους δήλωναν «την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική», μέχρι που στην αφηρημένη τέχνη εμφανίζεται καθαρά η απουσία κάθε αναπαράστασης ή έστω κάθε πραγματικότητας. Στις σύγχρονες εικαστικές γραφές η απουσία κανόνων, ορίων, χρωμάτων, τίτλων, θέματος κυριαρχεί.
Η έκθεση «Απουσία» της Κωνσταντίνας Κατρακάζου, πραγματεύεται εννοιολογικά την απουσία κυρίως ως έλλειψη/κενό παρουσίας. Χρησιμοποιώντας ποικίλα εκφραστικά μέσα (ήχους, εικόνες, ομιλίες, κίνηση) με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας και με τη δύναμη της προσωπικής της εικαστικής έκφρασης προκαλεί συνειρμούς, διεγείρει συναισθήματα και μας φέρνει αντιμέτωπους με μια άλλη διάσταση της έννοιας «απουσία».
Από το σύνολο των εκδοχών της έννοιας «Απουσία» εστιάζω στην αντιφατική έννοια του απόντος-παρόντος ανθρώπου και ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο άνθρωπος για δικούς του λόγους χάνει την αμεσότητά και την πληρότητά του. Η ανθρώπινη παρουσία τότε χάνει, συμβολικά, την απτή της διάσταση και γίνεται μία αφηρημένη έννοια, κάτι το ανοίκειο, μία σκιά, μία απουσία, έγραψε στις σημειώσεις της η εικαστικός.
Πιστή στο τελάρο, ξεκινώντας με έργα ζωγραφικής, μικτής τεχνικής, πολύ μεγάλων ή μικρών διαστάσεων μας εισάγει στο θέμα που πραγματεύεται μιλώντας με τον δικό της απεικονιστικό τρόπο. Σε ακαθόριστα φόντα, σκιαγραφημένες φιγούρες προδίδουν την παρουσία υποκειμένων, χωρίς να δίνονται περιθώρια ανακάλυψής τους. Σκιές μόνες, μοιάζουν να αιωρούνται αιώνια ασύνδετες από το υποκείμενό τους δημιουργώντας το αίσθημα του κενού, μιας αναμονής ενός υποκειμένου που επιμένει να διαφεύγει.
Στην ίδια ενότητα, παράλληλα με τα ζωγραφικά έργα συνεχίζει την αποτύπωση της έννοιας «απουσία» με ένα εικαστικό βίντεο, όπου το κυρίαρχο μοτίβο είναι πάντα οι ανθρώπινες σκιές χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα προοπτικής σε επάλληλες γκρι αποχρώσεις, με τη διαφορά ότι εδώ κυριαρχεί η κίνηση διεγείροντας ακόμα περισσότερο τα συναισθήματα αναμονής του θεατή. Το χρώμα απουσιάζει, ο ήχος απουσιάζει, ο περιβάλλων χώρος απουσιάζει, τα πρόσωπα απουσιάζουν αλλά οι σκιές τους κινούνται και όλο απομακρύνονται υποδηλώνοντας την απούσα ανθρώπινη υπόσταση. Η απόλυτη σιωπή που απλώνεται και η διαρκής αλληλουχία εμφάνισης – εξαφάνισης των σκιών, διευρύνουν την αίσθηση του κενού. Στις σημειώσεις της η εικαστικός αναφέρει: το υποκείμενο εντελώς ακυρωμένο πλέον από την υλική του υπόσταση, περνάει στην απουσία, η οποία ως ίχνος παρουσίας ξεμακραίνει ασταμάτητα χωρίς ορατό σκοπό.
Η προσέγγιση του θέματος συνεχίζεται στη δεύτερη ενότητα της έκθεσης με μία εγκατάσταση βίντεο. Εδώ παρακολουθούμε δύο ανθρώπους - ο ένας απέναντι από τον άλλον - να προσπαθούν να συνομιλήσουν, ώστε να αναπτύξουν μία μορφή επικοινωνίας. Την ίδια στιγμή ο θεατής που τους παρακολουθεί, γίνεται μάρτυρας μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας. Οι δύο άνθρωποι, ουσιαστικά απόντες ο ένας για τον άλλον και κλεισμένοι αυτιστικά στο «εγώ» τους, αυτό που καταφέρνουν είναι να αρθρώσουν παράλληλους μονο-λόγους και μάλιστα με εντελώς διαφορετικό λόγο - άναρθρο λόγο ο ένας, αρθρωμένο λόγο ο άλλος : δύο άνθρωποι παγιδευμένοι στην απουσία τους, προσπαθούν να κοινωνήσουν τον λόγο τους ο ένας στον άλλο, ώστε να ξαναβρούν τη χαμένη τους παρουσία. Όμως ο ίδιος τους ο εαυτός, η ίδια τους η ανάσα προτάσσει εμπόδια και ακυρώνει τη μετουσίωσή τους σε παρουσία.
Αλλάζοντας δραστικά τα εκφραστικά μέσα στην τρίτη ενότητα του έργου και θέλοντας να τονίσει μια ακόμη πλευρά της παρουσίας-απουσίας, η εικαστικός αφαιρεί κάθε μορφή, κάθε κίνηση, κάθε πρόσωπο, κάθε εικόνα και χρησιμοποιεί τη δύναμη της γλώσσας, του λόγου και της αφήγησης. Κείμενα γραμμένα, κρυμμένα στο σκοτάδι, περιμένουν την αποκάλυψή τους. Όπως η ίδια περιγράφει, πρόκειται για: μία εγκατάσταση στην οποία ο λόγος και η γραφή παραμένουν απόντα, όσο ο παράγοντας θεατής δεν τα αποκαλύπτει και τέλος δεν τα αποκωδικοποιεί. Οι λέξεις προσπαθούν ν' αποκαλύψουν το αδιαπέραστο των νοημάτων. Τελικά θα το καταφέρουν; Αυτό είναι και το διακύβευμα του έργου. Η ιδέα αυτή της Κ. Κατρακάζου υλοποιήθηκε με μια εναλλακτική εικαστική πρόταση-πρόκληση και μ' έναν εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο, τη δημιουργία διεπαφής με χρήση μικροελεγκτή «arduino», που σχεδιάστηκε ειδικά για τις ανάγκες της έκθεσης από τον Ίωνα Κατρακάζο. Στην ενότητα αυτή ο θεατής μετατρέπεται σε μέρος του έργου. Η συμμετοχή του είναι αναπόσπαστο στοιχείο, γιατί καλείται να γίνει ο αναγνώστης των κειμένων και, τέλος, να ερμηνεύσει το αδιαπέραστο των νοημάτων. Εφόσον αυτό δεν θα συμβαίνει, θα γίνεται φανερό ότι το δίπολο, θεατής-έργο, θα διατηρεί μια ασύμπτωτη σχέση, μια απουσία .
(...)
Με μια μεταμοντέρνα καλλιτεχνική έκφραση οι στοχασμοί της Κωνσταντίνας Κατρακάζου μετατράπηκαν σε ένα πολυδιάστατο εικαστικό έργο που κρύβει βαθύτερους προβληματισμούς πίσω από το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης.
Τις θεωρητικές αναζητήσεις της εικαστικού, σε όλη τη διάρκεια του πονήματος, πλαισίωσε μια διεπιστημονική ομάδα που απαρτίζεται από τη φιλόσοφο Φαίη Ζήκα, την υπογράφουσα ιστορικό τέχνης και τον ψυχαναλυτή- ποιητή Θανάση Χατζόπουλο.
Λουίζα Καραπιδάκη - Επιμελήτρια, Ιστορικός Τέχνης