Ο Θανάσης Χατζόπουλος γράφει για την έκθεση της Κωνσταντίνας Κατρακάζου "Λύκε, λύκε είσαι εδώ;"
Από το βυθό του ματιού στο βυθό της θάλασσας η απόσταση είναι τεράστια. Κι εντούτοις ακόμα κι αν η απόσταση δεν γίνεται να καλυφθεί, η ζωγραφική της Κωνσταντίνας Κατρακάζου φέρνει πολύ κοντά τον έναν βυθό στον άλλον, χωρίς να ζωγραφίζει θάλασσες, χωρίς να αναζητάει την πολυχρωμία των ματιών, αποκαλύπτοντας μονάχα τα μυστικά που κοιμούνται στους δύο βυθούς. Δεν είναι τόσο το βύθιο σαγηνευτικό βλέμμα των ηρώων της, του λύκου και του κοριτσιού, που κοιτάζονται στα μάτια και αναγνωρίζουν ο ένας στο βάθος του βλέμματος του άλλου να κατακαθίζει το ίδιο ερώτημα, η κοινή ιστορία. Δεν είναι καν η γοητεία των πολυμήχανων κατασκευών της, που κρύβουν από το δικό μας βλέμμα το εργώδες της προσπάθειάς τους, αφήνοντας μας να πλανηθούμε σε μια ευεξήγητη διήγηση. Το βαμβάκι, τα καλάμια, το σίδερο, το σύρμα, όλα τα φυσικά υλικά που χρησιμοποιεί μεταμορφωμένα ή όχι από την ανθρώπινη δράση δεν είναι από κείνα που αιχμαλωτίζουν εύκολα το βλέμμα. Μόνο η μεσολάβηση της δικής της φαντασίας τα εξανθρωπίζει για να μας φέρει ενώπιον μιας χαλαρής αφήγησης που ωστόσο δεν σκοπεύει στην ίδια την ιστορία της, όσο στο να ανασύρει ό,τι έχει κατασταλάξει στο βυθό των περιστατικών της ως κοινό ανθρώπινο ιδίωμα. Από το βυθό μιας μήτρας που κανείς άλλος πλην του εμβρύου δεν τον φτάνει, στον βυθό μιας ερωτικής αναμέτρησης που αγνοεί το έλεος, κι εντούτοις ακόμα κι από την αντιπαλότητα κάνει να αναδύεται το ανθρώπινο στοιχείο της με τρόπο αφελή, σχεδόν φυσικό. Κι από το βυθό μιας ανασκαμμένης γης στο βυθό μιας κοριτσίστικης αλήθειας περνώντας μέσα από τη σκιά του αδιαφοροποίητου.
Κι ωστόσο όλοι αυτοί οι βυθοί που αναμετρούνται με το βάθος και όσα έχουν κατακαθίσει εκεί παλεύουν με το μυστικό μιας ζωής που πουθενά αλλού δεν φαίνεται περισσότερο μυστηριώδες από το βάθος των ματιών και του βλέμματος του λύκου. Βλέμμα που εξοστρακισμένο από τις γκραβούρες του Γκυστάβ Ντορέ, σπασμένο, εκτοπισμένο και αναδιοργανωμένο στον σκηνικό χώρο που δημιουργεί κάθε φορά το τελάρο της ή η κατασκευή της έρχεται να διαπεράσει τον θεατή, υπό την κατοπτρική γωνία εκείνου που προσπαθεί να δει το δικό του βάθος τη στιγμή που συστέλλεται. Τόσο η αλήθεια του κοριτσιού έχει γραπωθεί από το βλέμμα εκείνου που το σαγηνεύει, όταν δεν γίνεται το ίδιο το βλέμμα του. Έτσι αυτό το άϋλο (εκ των έσω, εκ των έξω, από ψηλά, από χαμηλά), σαν προβολέας σαρώνει το χώρο – έναν χώρο κατ' εξοχήν χθόνιο, που μυρίζει χώμα και ύλη– όχι όμως για να τον αναγνωρίσει, όχι για να τον ανακαλύψει, αλλά για να αφομοιωθεί από αυτόν σε μιαν έσχατη κίνηση αναζήτησης του υλικού θεμελίου της ζωής. Κι αυτό το άπιαστο, το βλέμμα, συλλαμβάνεται είτε στο βυθό των πραγμάτων, είτε στον δικό του βυθό σαν σε ένα βάθος από το οποίο δεν μπορεί να βγει, από το οποίο δεν μπορεί να ανασύρει τίποτα. Γνωρίζει μόνο την ύπαρξή του, κι από το βυθό της θάλασσας μέχρι τον κόκκινο στο μικροσκόπιο βυθό του ματιού με την υπόλευκη χάρη της ωχράς κηλίδας, διαπιστώνει ότι όσο κι αν βλέπει, όσο κι αν νομίζει πως με το μάτι γνωρίζει κι αναγνωρίζει, παραμένει πάντα ανάμεσα στα φύκια, ανάμεσα στα στάχυα, ανάμεσα σε όσα προσπερνάμε δια του βλέμματος χωρίς να τα έχουμε πραγματικά δει, ένα βάθος που ακόμα κι ο λόγος όταν ζητάει να το βυθομετρήσει με δέος παραιτείται από τη γεωμέτρησή του. Του φτάνει μόνο πως η αλήθεια του παραμονεύει και σε στιγμές μιας μεγαλύτερης ή μικρότερης αποκάλυψης την αισθανόμαστε να μας κατοικεί. Τέτοιες στιγμές εύθραυστης ή τρυφερής κατοίκησης πλαισιώνουν με την ρητά απαγορευτική τους τραχύτητα τα σιδερένια τελάρα της Κωνσταντίνας Κατρακάζου. Στιγμές ακριβώς που οι βυθοί ανοίγονται διαμιάς και κάτι πιάνει κανείς, κάτι ανασύρει από μέσα του και μια ζωή ολόκληρη το παλεύει και τον οδηγεί.
Θανάσης Χατζόπουλος, Ψυχαναλυτής, Ποιητής